γλυκανίσου

γλυκανίσου
γλυκάνισον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… …   Dictionary of Greek

  • αψέντι — (absinthe). Ποτό που προέρχεται από απόσταγμα αλκοόλης που περιέχει και σπέρματα γλυκάνισου και μάραθου και φύλλα α. Το α. είναι πλούσιο σε αλκοόλη (47 67%). Το ποτό αυτό, που παρασκευάζεται παραδοσιακά στην Τσεχία, συνδέθηκε με τους ρομαντικούς… …   Dictionary of Greek

  • ούζο — το αλκοολούχο ελληνικό ποτό τής κατηγορίας τών μπράντυ, που, κατά την παραδοσιακή μέθοδο, παρασκευάζεται με διπλή απόσταξη στεμφύλων που έχουν υποστεί ζύμωση και με προσθήκη αρωματικών υλών, λ.χ. σπερμάτων γλυκάνισου, μάραθου κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… …   Dictionary of Greek

  • ανισόδεντρο — Επιστημονική ονομασία δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των μαγνολιιδών με περίπου 20 είδη, ιθαγενή της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Ινδίας και των Φιλιππίνων. Φυτρώνουν επίσης και σε μερικές περιοχές των ΗΠΑ. Είναι μικρά δέντρα ή αειθαλείς θάμνοι …   Dictionary of Greek

  • Ζαμ, Φρανσί — (Francis Jammes, 1868 – 1938). Γάλλος ποιητής και πεζογράφος. Το 1898 δημοσιεύτηκε η πρώτη του συλλογή με τον τίτλο Από τον όρθρο έως τον εσπερινό και αργότερα οι συλλογές του Το πένθος των ηρανθέμων (1901) και Ο θρίαμβος της ζωής (1902). Το 1906 …   Dictionary of Greek

  • ιλίκιο — (Ιllicium verum). Γένος δέντρων της οικογένειας των ιλιειδών. Περιλαμβάνει δέντρα ύψους περίπου 10 μ., που έχουν γκρίζο και λείο φλοιό και δερματώδη και αειθαλή φύλλα. Τα άνθη τους έχουν έξι πέταλα κόκκινου χρώματος και παράγουν κάψες, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”